Ευθύμιος Σαββάκης,
www.vantagemag.gr, 23/12/2015
«Μία παγωμένη Guinness παρακαλώ»
Ποιο είναι άραγε το διαβατήριο απόδρασης από μία κοινωνία που επιμένει να παριστάνει την καλοζωισμένη φορώντας κουρέλια; Στο μυαλό των Φρανκ Μακέι και Ρόζι Ντέιλι το διαβατήριο ήταν ένα σχέδιο φυγής στην Αγγλία για να οικοδομήσουν την καινούργια τους ζωή. Στο ραντεβού, όμως, προς τον νέο κόσμο, η Ρόζι θα απουσιάσει αφήνοντας ένα αινιγματικό μήνυμα. Η «απόρριψη» θα μείνει χαραγμένη για δεκαετίες μέσα στον Φρανκ, ο οποίος ως μυστικός αστυνομικός και διαζευγμένος πατέρας αδυνατεί να συμφιλιωθεί με το παρελθόν. Ώσπου η βαλίτσα της Ρόζι θα βρεθεί, αρκετά χρόνια μετά, σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο, ανοίγοντας το χρονοντούλαπο συγκλονιστικών αποκαλύψεων που θα διαταράξουν μια για πάντα την καθημερινότητα του ευσυνείδητου αστυνομικού. Τι έγινε το μακρινό 1985 και ποια φαντάσματα επιμένουν να περιφέρονται στον ουρανό της Ιρλανδίας;
Η πρώτη μου επαφή με την Tana French είχε μπόλικη ένταση, μια άρτια δομημένη κοινωνιολογική ανάλυση των «φτωχοδιαβόλων» του Δουβλίνου και βροχή. Μπόλικη βροχή. Ανίκανη, ωστόσο, να ξεπλύνει τις βρομιές μιας πόλης που έχει γεννηθεί για να δημιουργεί noir σκηνικά, βουτηγμένα σε μια ξεχασμένη Guinness.
Διονύσης Μαρίνος,
www.vakxikon.gr, 1/2/2016
Ως χαρακτηριστική ένδειξη συγγραφικών προθέσεων, η Τάνα Φρεντς, στο πρώτο βιβλίο της «Ιn the Woods», πίσω στο 2007, είχε ανασύρει από τα σκοτεινά βάθη ένα έγκλημα που κρατούσε επτασφράγιστα τα μυστικά του κοντά 20 χρόνια. Σε εκείνο το μυθιστόρημα, ο ντετέκτιβ Ρομπ Ράιαν αναλαμβάνει να ξετυλίξει το κουβάρι του ξαφνικού χαμού των δύο κολλητών του, σε ηλικία 12 ετών. Τι συνέβη κι ενώ έπαιζαν μέσα στο δάσος, αίφνης, χάθηκαν τα ίχνη τους;
Με αυτό το μεθύστερο σχήμα επανέρχεται και στο τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημά της «Ο τόπος των πιστών», μόνο που τώρα οι καταστάσεις είναι ακόμη πιο σκοτεινές και οριακές. Ο δουβλινέζος αστυνομικός Φρανκ Μακέι, τον οποίο έχει χρησιμοποιήσει και σε άλλο μυθιστόρημα, ακολουθώντας την κλασική τυπολατρία που αρέσει σε αρκετούς συγγραφείς της crime λογοτεχνίας, εμφανίζεται τώρα να είναι 19 χρονών και να περιμένει το κορίτσι του, την Ρόζι Ντέιλι, να έρθει στο πιο καθοριστικό ραντεβού για τις ζωές τους. Έχουν αποφασίσει να πετάξουν από πάνω τους τον προβληματικό οικογενειακό διάκοσμο και να ανοιχτούν στη μεγάλη θάλασσα του Λονδίνου προς άγραν εμπειριών, ελευθερίας και αυτοπραγμάτωσης.
Μόνο που η Ρόζι δεν θα έρθει ποτέ στο ραντεβού και ο Φρανκ θα υποθέσει πως έκανε πίσω την ύστατη στιγμή και έφυγε μόνη της για το μεγάλο ταξίδι της εξερεύνησης.
Όπως και να ’χει, ο Φρανκ αποφασίζει να κάνει το ταξίδι προς το Λονδίνο: ακόμη και μόνος. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να αντέξει άλλη μια ημέρα της ζωής του στο μουντό Δουβλίνο και στο ακόμη πιο μουντό σπίτι του όπου η αλκοολική, χειριστική και τυραννική μητέρα του δεν του αφήνει χώρο να αναπνεύσει;
Είκοσι χρόνια μετά, δέχεται ένα τηλεφώνημα από τη μικρή αδελφή του, την Τζάκι. Είναι η μόνη με την οποία έχει διατηρήσει ένα κανονικό, έστω και εκ του μακρόθεν, επίπεδο επαφής. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του είναι μέσα του καλά θαμμένα: στάχτες, πάνω σε στάχτες, πάνω σε άλλες στάχτες.
Η Τζάκι ενημερώνει τον Φρανκ ότι βρέθηκε η βαλίτσα της Ρόζι, όπως και τα εισιτήρια που είχε βγάλει για το Λονδίνο: τα δύο εισιτήρια που θα τους πήγαιναν στη γη της Επαγγελίας τους.
Και τότε, μέσα από τα βάθη του χρόνου και από τις σκοτεινές γωνίες του μυαλού του, ο Φρανκ, συνειδητοποιεί ότι ο δολοφόνος είναι ακόμη εκεί – δεν έχει φύγει. Τριγυρίζει ωσάν φάντασμα ζητώντας, τι ακριβώς; Δικαίωση; Νέα εκδίκηση; Τη χαρά της απώλειας που «πρόσφερε» στους άλλους;
Η τραγωδία εναλλάσσεται με την απύθμενη σκοτεινιά. Το κακό δεν περνάει σε αυτό το βιβλίο, αλλά σέρνεται, κρύβεται κάτω από έπιπλα, από πτυχώσεις ρούχων, στα πιο απάτητα σημεία του σπιτιού. Ο Φρανκ δίνει ένα φιλί στην κόρη του για να της πει «καληνύχτα» και καθώς επιστρέφει στο σπίτι των γονιών του είναι σίγουρος πως ακούει τη μυρωδιά και την ανάσα του δολοφόνου.
Θα έλεγε κανείς ότι το έγκλημα, ως αυθύπαρκτος «ρόλος» στη λογοτεχνία εγκλημάτων (sic), φτάνει για να προκαλέσει τα ρίγη. Ή, ενδεχόμενα, να αρκεί η λύση του από τον επιδέξιο ντετέκτιβ που δεν διστάζει να φτάσει μέχρι τα τελευταία σκαλοπάτια της κόλασης (προσωπικής ή όχι) για να βρει το τέλος του κουβαριού. Κι όμως, στα βιβλία της Φρεντς που δεν είναι «σπιντάτα» και που θέλουν τον χρόνο τους για να σου ανοιχτούν, αυτό που έχει μεγαλύτερη αξία είναι το ύφος, το στιλ.
Η Φρεντς, σε αντίθεση με άλλες πένες τούτης της κατηγορίας, δεν προσδοκά να τραβήξει το ενδιαφέρον με το να σπέρνει αίμα στους δρόμους του Δουβλίνου• εκεί έξω δεν υπάρχει ένας κατά συρροή δολοφόνος, ο οποίος καταφέρνει με επιδέξιο και πανούργο τρόπο να αποφύγει τους διώκτες του.
Εδώ έχουμε ατμόσφαιρα υπνωτιστική, έχουμε το δέος των σκηνών και της εικόνας να δαμάζει τις λέξεις, έχουμε τη δεδομένη ικανότητα της Φρεντς να διηγηθεί μια ιστορία και να το κάνει με στιβαρό τρόπο. Παράλληλα, οικοδομεί έναν σταθερό, σάρκινο χαρακτήρα που δεν ρέπει προς τον μπαναλιτέ, τον ντετέκτιβ Φρανκ Μακέι. Πράξη απολύτως συγγνωστή, καθώς αυτός είναι που καλείται να λύσει τους κόμπους της αιματοβαμμένης ιστορίας. Άρα, αυτός είναι που πρέπει πρώτα και κύρια να εδραιώσει τις δομές της ιστορίας. Και το πράττει.
Χρύσα Σπυροπούλου,
Ο Αναγνώστης, 5/7/2016
Η Τάνα Φρεντς (Δουβλίνο, 1973) εμφανίστηκε το 2007 με το ψυχολογικό θρίλερ In the Woods, το οποίο κέρδισε πολλά βραβεία. Ο Τόπος των Πιστών (Faithful Place, 2010), στο ομώνυμο έργο, που κατ’ ευφημισμόν ονομάζεται έτσι ένα αδιέξοδο σε μια υποβαθμισμένη συνοικία του Δουβλίνου, γίνεται βραχνάς για δύο εφήβους που θέλουν να αποδράσουν από τη φτώχεια και τη μίζερη νοοτροπία της οικογένειας και της γειτονιάς, και να ξεκινήσουν από την αρχή τη ζωή τους στην Αγγλία. Ο πρωταγωνιστής της, ο Φράνκ Μακέυ, είχε εμφανιστεί πρώτη φορά στο μυθιστόρημά της The Likeness (2008), ένα από αυτά που ανήκουν στην ομάδα «Dublin Murder Squad». Ο Φρανκ, λοιπόν, ο αφηγητής, περιμένει τη Ρόζι, για να περάσουν στην απέναντι ακτή με το φέρυ, εκείνη, όμως, δεν εμφανίζεται ποτέ και χάνονται τα ίχνη της. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο ίδιος, μεσήλικας και αποτυχημένος στην προσωπική του ζωή, ώριμος μυστικός αστυνομικός πια, μαθαίνει από την αδερφή του Τζάκι, τη μόνη με την οποία διατηρεί σχέσεις από τα υπόλοιπα αδέρφια του, ότι ανακαλύφθηκαν κάποια στοιχεία της εξαφανισμένης φίλης του. Σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι βρέθηκε η βαλίτσα της νεαρής Ρόζι, μέσα στην οποία υπήρχαν τα δύο εισιτήρια για το Λονδίνο. Εκεί και το πτώμα της. Και η αναζήτηση αρχίζει για τον Φρανκ, ο οποίος στρέφεται εν τέλει και προς την οικογένειά του, καθώς αντιλαμβάνεται ότι ο φόβος, η απειλή και ο κίνδυνος ενυπάρχουν στο οικείο του περιβάλλον. Η ιστορία διαδραματίζεται σε δύο χρονικά επίπεδα, στο παρελθόν και το παρόν, μια αγαπημένη επιλογή των Ιρλανδών, όπως και σκανδιναβών συγγραφέων, ενώ σημαντική θέση σ’ αυτήν έχουν οι οικογενειακές σχέσεις, οι αλήθειες και τα ψέματα, τα μυστικά.
Στην ιστορία σημαντική θέση έχει και ο ευφυής αστυνόμος Στίβεν Μόραν, αλλά και η μικρή κόρη του Φράνκ, η οποία προσθέτει κάποιο σημαντικό στοιχείο, κατόπιν προτροπής του πρώτου, που θα βοηθήσει στην εξιχνίαση αυτής της παλιάς υπόθεσης εξαφάνισης.
Πάντως, το βάρος περισσότερο πέφτει στις κοινωνικές σχέσεις, στην ψυχολογία των προσώπων παρά στην αναζήτηση και τους τρόπους που χρησιμοποιούνται από την αστυνομία ή τον ερευνητή, για να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Το ότι υπάρχει αστυνομικός δεν κάνει και την ιστορία αστυνομική.
Κλειώ Τσαλαπάτη
Φίλοι της Λογοτεχνίας, 1/12/2018