Διακωμωδώντας τα σύγχρονα τηλεοπτικά (και όχι μόνον) ήθη και ταυτόχρονα μια ορισμένη, δημοφιλή μορφή λογοτεχνίας, ο Κουνενής έδωσε ένα από τα απολαυστικότερα σατιρικά μυθιστορήματα της πεζογραφίας μας. […]
Με το δεύτερο αυτό μυθιστόρημά του, κατακτά ένα ακόμη ανώτερο επίπεδο συγγραφικής ωριμότητας, με την επιλογή του συνδυασμού δύο δυσκολότερω θεμάτων και την πετυχημένη πραγμάτευσή τους.
Διότι δεν σατιρίζεις εύκολα ούτε το τηλεοπτικό star system ούτε την αστυνομική λογοτεχνία, ακριβώς επειδή είναι υπερβολικά εύκολο να τα σατιρίσεις, να καθηλωθείς δηλαδή στην εντυπωσιακή επιφάνεια των πρόδηλων εξωφρενισμών τους. Ο Κουνενής πείθει, στον Μύθο του Ηρακλή Σπίλου, ότι έχει συλλάβει σε βάθος τη δομή και τη λειτουργία της τηλεοπτικής εξουσίας, όπως, από την άλλη την εγκεφαλικότητα και την ανθρωπογνωστική φτώχεια της (κλασικής) αστυνομικής λογοτεχνίας. Συνειδητοποίησε, επίσης, ότι η αφήγησή του θα μπορούσε να γίνει κουραστική, με το πέρασμα από τον έναν «άθλο» στον άλλο στο ίδιο πάντα ύφος (πολλοί συγγραφείς δεν καταλαβαίνουν ότι το ευτράπελο ύφος, όταν συνεχίζεται απαράλλακτο για μεγάλο αριθμό σελίδων και επεισοδίων, τείνει να γίνει αντιληπτό ως επίσημο και βαρύ). Γι’ αυτό αλλάζει κάθε τόσο την πόζα του. Παρουσιάζει δύο από τις ιστορίες του Σπίλου με τη μορφή κωμικών, στιχουργικά άψογων ποιημάτων, παρεμβάλλει ένα «στάσιμο» στο ξετύλιγμα της πλοκής-πλαισίου του μυθιστορήματός του και άλλο ένα στην ανάγνωση του μυθιστορήματος του Κόνικλου από τον Βίσωνα, ενώ στο καλύτερο ίσως κομμάτι του βιβλίου, τον ένατο «άθλο» («Η ζώνη της Ιππολύτης»), που αφορά την τηλεοπτική μονομαχία του Σπίλου με την παρουσιάστρια από το ανταγωνιστικό κανάλι, υιοθετεί έναν φρενήρη ρυθμό και ένα στακάτο ύφος που ταιριάζουν γάντι στην περίσταση.