της Κατερίνας Σχινά
στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη)
(28 Μαρτίου 2003)
Mαρίνα Τσβετάγιεβα
«Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα είναι πιο Ρωσίδα από τους Ρώσους ποιητές», έγραψε στα 1980 ο Άγγλος κριτικός John Bayley. Κραυγαλέα αμεσότητα αισθήματος –ένας συναισθηματισμός που, καθώς χαρακτηριστικά αποφαινόταν ο Αϊζάια Μπέρλιν, «φουσκώνει και ξεχειλίζει, πλημμυρίζοντας τα πάντα». Πάθος και δραματική αίσθηση της ζωής –το καθετί είναι για τους Ρώσους και για την Τσβετάγιεβα, «strashny» και «vesely», τρομερό και μαζί χαρμόσυνο. Ο Μπόρις Πάστερνακ, εραστής της για μια σύντομη περίοδο και τρυφερός της φίλος ως το τέλος, θα την περιέγραφε ως την «πιο Ρωσίδα απ’ όλους μας...στους ρυθμούς που κατοικούσαν την ψυχή της στην τρομερή, μοναδικά ισχυρή της γλώσσα». Όμως, η ίδια θα απέρριπτε αυτή την ετυμηγορία. «Δεν είμαι Ρωσίδα ποιήτρια και πάντοτε με εκπλήσσει ότι με θεωρούν Ρωσίδα και με αντιμετωπίζουν κάτω από αυτό το φως», έγραφε σε μια επιστολή της στον Ριλκέ, με τον οποίο είχε καλλιεργήσει μια δι’ αλληλογραφίας αισθηματική σχέση. «Γίνεται κανείς ποιητής (αν ήταν ποτέ δυνατό να γίνει κανείς ποιητής, αφού αυτό είναι, πριν από όλα τα άλλα) για να αποφύγει το χαρακτηρισμό Γάλλος, Ρώσος κλπ., προκειμένου να είναι τα πάντα.
..........................
Μην έχοντας τίποτα άλλο στο μυαλό της παρά μόνο μία έγνοια να αποδείξει την αθωότητά της στις αρχές, ώστε να κερδίσει καλύτερα τα προς το ζην και να επισπεύσει την απελευθέρωση των δικών της, γράφει ένα είδος αυτοβιογραφίας, παρουσιάζοντας το σύζυγό της, το γιο της και τον εαυτό της ως ειλικρινείς οπαδούς του καθεστώτος. Την επιστολή αυτή την προορίζει για τον ίδιο τον Στάλιν. «Είμαι μάρτυρας και βεβαιώνω», του γράφει, «ότι αυτός ο άντρας (ο Σεργκέι Εφρόν) αγαπούσε την Σοβιετική Ένωση και την κομουνιστική ιδεολογία περισσότερο από τη ζωή του». Φοβάμαι όμως ότι απευθύνθηκε πολύ ψηλά για να βρει το δίκιο της. Έτσι, κατεβαίνοντας ένα σκαλοπάτι, αποφασίζει να ενημερώσει και το μεγάλο τελετάρχη του Κόκκινου Τρόμου, τον άνθρωπο που εκτελεί όλες τις βρωμοδουλειές της προλεταριακής δικτατορίας, τον επίτροπο του λαού, τον Μπέρια. Σκέφτεται ότι αυτός μπορεί, περισσότερο και από τον Στάλιν, να απαλύνει με μια μονοκοντυλιά την τύχη των καταδικασμένων. Έχοντας συναίσθηση ότι αυτή η τελευταία της ευκαιρία, συντάσσει με ιδιαίτερη φροντίδα το οικογενειακό βιογραφικό που προορίζεται για το μεγάλο αφεντικό της Λουμπιάνκα. Ζυγίζει κάθε φράση της αίτησης της στη ζυγαριά της αποτελεσματικότητας...».