[...] καίριοι και ιδιαιτέρως κατατοπιστικοί, διακριτικά ερμηνευτικοί, οι σχολιασμοί της Αγάθης Γεωργιάδου. Η οποία, με εφόδια τη φιλολογική της οξυδέρκεια και την ευαισθησία του επαρκούς αναγνώστη της ποίησης, φιλοδόξησε να ενισχύσει τους «μαθητές στην αναγνωστική τους πρόσληψη» και να βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς «στη διδακτική πράξη, με την αξιοποίηση εναλλακτικών τρόπων μάθησης». Στο ενδιαφέρον όσο και πρωτότυπο αυτό εγχείρημά της, έκρινε ότι η ανάγνωση των ανθολογουμένων ποιημάτων από τους ίδιους τους ποιητές ή, όπως συμβαίνει εν προκειμένω σε κάποιες περιπτώσεις, από σημαντικούς μελετητές, θα συνέβαλλε στην, ως ένα σημείο, πληρέστερη κατανόησή τους, αφού είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει καλύτερα τις ιδιαιτερότητες και τις αναγνωστικές απαιτήσεις ενός ποιήματος από τον ίδιο το δημιουργό του, ακόμα κι όταν αυτός διολισθαίνει και υποκύπτει στον πειρασμό του εντυπωσιασμού και της υπερβολικής δραματοποίησης. [...] Σκέφτομαι ότι η δυνατότητα που προσφέρουν οι Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες για μια διπλή προσέγγιση ποιημάτων σημαντικών ποιητών μας, αναγνωστική και συγχρόνως ακουστική, θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μία οπτικοακουστική μέθοδος, προκειμένου να θυμηθεί ή να γνωρίσει κανείς μία ξένη γλώσσα, όπως πάει να γίνει στις μέρες μας η γλώσσα της ποίησης. Γι’ αυτό και θεωρώ το εγχείρημα της Αγάθης Γεωργιάδου ιδιαιτέρως πρωτότυπο και ενδιαφέρον.