×

Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι αγορών σας.

{{item.custom_attributes.author}}
Ποσότητα: {{item.quantity}}
{{item.total_price}} {{item.total_discounted_price}}
×
Υποσύνολο:
{{order.discounted_cost}}
Έκπτωση Προσφοράς:
{{order.promo_discount}}
Έκπτωση Κουπονιού:
{{order.extra_discount}}
Κόστος Αποστολής:
{{order.shipping_cost}}
Επιβάρυνση Πληρωμής:
{{order.payment_cost}}
ΣΥΝΟΛΟ:
{{order.final_cost}}
{{ product.title }}
{{ product.custom_attributes.author }}
{{ product.price }} {{ product.discounted_price }}
×
×
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΜΟΥ ΟΙ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΜΟΥ ΤΑ EBOOKS ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΜΟΥ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ
EBOOK
10%
ΒΙΒΛΙΟ

Ελαφρά ελληνικά τραγούδια

Αλέξης Πανσέληνος
Πεζογραφία
978-618-03-1393-2
328
26/03/2018
Διαθέσιμο
Μια αναπαράσταση των πρώτων χρόνων μετά από μια αιματηρή δεκαετία με κατοχή και εμφύλιο, χωρίς καταφυγή σε αρχειακό υλικό, παρά μόνο με τη δύναμη της μυθιστορηματικής επινόησης που προσπαθεί να συναγωνιστεί σε αμεσότητα τα ντοκουμέντα, οπτικά και ηχητικά, της εποχής.

Περιγραφή βιβλίου

Βραβείο Μυθιστορήματος Ακαδημίας Αθηνών 2019
Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη

Στη βραχεία λίστα για το βραβείο Μυθιστορήματος 2019 του περιοδικού «Ο Αναγνώστης»

Στη βραχεία λίστα για το βραβείο Ελληνικού Μυθιστορήματος 2019 The Athens Prize for Literature


Κοιταγμένα σήμερα τα πρόσωπα στις φωτογραφίες που δημοσίευαν οι εφημερίδες της εποχής θυμίζουν τα πορτρέτα μιας πολυάνθρωπης οικογένειας. Αμέσως ανιχνεύεις αμέτρητα κοινά χαρακτηριστικά σε αυτούς τους εντελώς άσχετους μεταξύ τους ανθρώπους, σαν εκείνα που κληροδοτούν από τη μια γενιά στην άλλη άντρες και γυναίκες μιας οικογένειας στους απογόνους τους. Δεν είναι ότι μοιάζουν πραγματικά τα πρόσωπα, τα μάτια, οι μύτες, τα στόματα, τα μέτωπά τους. Μια άλλου είδους ομοιότητα τους κάνει να μοιάζουν τόσο: ίσως η πολυκαιρισμένη απόχρωση της παλιάς εφημερίδας, ίσως τα ασπρόμαυρα αρνητικά που αφαιρούν τη χρωματική διαφοροποίηση, ίσως τελικά η σφραγίδα των καιρών επάνω τους το γενικό ήθος της εποχής, τα γεγονότα της κοινής τους καθημερινότητας, η μόδα στα ρούχα, στα χτενίσματα, τα τραγούδια που ακούνε στο ραδιόφωνο, οι ήχοι των δρόμων, όλα όσα σφραγίζουν ένα κοινό υποσυνείδητο και σχηματίζουν μέσα μας το αποτύπωμα του κόσμου.

Καταδικασμένοι έρωτες και πολιτικές συνωμοσίες, ελαφρά ελληνικά τραγούδια, εκτελέσεις και καλλιστεία ξαναζωντανεύουν στους δρόμους της Αθήνας του 1950: μια μυθιστορηματική τοιχογραφία για μια εποχή δύσκολης ανάρρωσης ενός κόσμου που μάτωσε.

“Συνωθείται ο κόσμος στα σκαλοπάτια της εισόδου από την Καραγεώργη Σερβίας, αλλά δεν μπορεί να μπει ο καθένας, μόνο όσοι έχουν το μαγικό χαρτάκι. Οι λιμουζίνες έχουν τραβήξει πιο κάτω προς το «Κινγκ Τζωρτζ», για να μην εμποδίζουν τα αυτοκίνητα και τα ταξί που αποβιβάζουν τους επισήμους και τους καλεσμένους… Όλων η προσοχή είναι στραμμένη στην είσοδο και στα σκαλοπάτια της «Μεγάλης Βρετανίας». Από μέσα ακούγεται η μουσική της ορχήστρας και η φωνή της Βέμπο που πρώτα τραγουδά τη μεγάλη της επιτυχία, τόσο ταιριαστή με την αποψινή γιορτή, καθώς η Αθήνα μπαίνει και επίσημα ξανά στον χάρτη των ευτυχισμένων, ξένοιαστων και ευλογημένων πόλεων:

Λόντρα, Παρίσι, Νιου Γιορκ, Βουδαπέστη, Βιέννη, μπρος στην Αθήνα καμμιά, καμμιά σας δε βγαίνει”

Πληροφορίες

  • Αλέξης Πανσέληνος
  • 978-618-03-1393-2
  • 328
  • 26/03/2018
  • 14 x 20,5
  • Μαλακό

Σχόλια

Κριτικές...

Συνέντευξη στον Γρηγόρη Μπέκο ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής, 7/4/2018
Γιάννης Ν. Μπασκόζος Ο Αναγνώστης, 20/4/2018
Ελαφρά ελληνικά τραγούδια μιας δισυπόστατης εποχής
Κατερίνα Σχινά Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής, 22/4/2018
Τραγούδια μέσα από τη νεκρή γη
Κατερίνα Μαλακατέ Διαβάζοντας, 27/4/2018
Νίκος Βατόπουλος Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10/5/2018
Η ρεαλιστική ανέλκυση της Αθήνας του 1950
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής, 13/5/2018
Από τον πόλεμο στην ελπίδα
Συνέντευξη στον Νίκο Κουρμουλή ΤΑ ΝΕΑ (Βιβλιοδρόμιο), 19/5/2018
Γιώργος Ν. Περαντωνάκης BOOK PRESS, 18/6/2018
"Ω, τι ευτυχισμένος κόσμος!"
Μαρία Στασινοπούλου Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, 30/6/2018
"Με τη θεϊκή τέχνη των βυζαντινών ψηφιδωτών"
Δημήτρης Φύσσας ATHENS VOICE, 1/7/2018
Γιώτα Συκκά Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10/7/2018

«Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» είναι ο τίτλος του τελευταίου μυθιστορήματος του Αλέξη Πανσέληνου, αλλά μη νομίζετε ότι κυριολεκτεί. Όχι γιατί δεν διατρέχουν τις σελίδες του παλιά τραγούδια – το αντίθετο: διαβάζοντας τις ιστορίες των ηρώων του, που συχνά διαπλέκονται, νομίζεις συχνά ότι ακούς αρχοντορεμπέτικα, ευρωπαϊκά ή λατινογενή ρεφρέν της δεκαετίας του '50.

Και μάλιστα, παράλληλα νομίζεις ότι γλυκαίνεσαι με τα λικέρ της εποχής, καπνίζεις σιγαρέτα «Εξτρα Ματσάγγου», επισκέπτεσαι το πατάρι του «Λουμίδη» και διασκεδάζεις στου «Καλαμπόκα» ή στην «Τριάνα» του Χειλά.

Ωστόσο, ο Πανσέληνος κάθε άλλο παρά ενδίδει στην ευκολία της αστικής νοσταλγίας, όπως πολλοί ομότεχνοί του που κατά καιρούς ανατρέχουν σε όλα αυτά. Και μόνο ελαφρά δεν τα παρουσιάζει. Γνωρίζοντας καλά τι υφίσταται μια μετεμφυλιακή κοινωνία που προσπαθεί να ανασάνει αλλά συνεχίζει να ασφυκτιά από τον συντηρούμενο διχασμό, ο συγγραφέας αποφεύγει τις εύκολες κρίσεις και τα στερεότυπα.

Αντιθέτως, ξεδιπλώνει με τρυφερότητα και οξυδέρκεια την ανθρωπογεωγραφία της Αθήνας της δεκαετίας του '50. Συντηρητικοί οικογενειάρχες και βιοπαλαιστές, φιλόδοξα κορίτσια και εκμεταλλευτές, αλλά και προσωπικότητες όπως ο Ρίτσος, η Κοτοπούλη, ο Σκαρίμπας, ο Μυριβήλης, καθώς και ο πατέρας του Ασημάκης Πανσέληνος παρουσιάζονται ή μισοκρύβονται στις μικρές ιστορίες τους, στη μεγάλη ιστορία μιας χώρας που έζησε ανάμεσα σε ρούμπες και εμβατήρια, δίκες και επιθεωρήσεις, καλλιστεία και εκτελέσεις. Και, όπως πάντα, ανάμεσα σε προσδοκίες και ματαιώσεις.

Ανθούλα Δανιήλ ΑΥΓΗ, 12/8/2018
«Κοινωνική ανατομία»
Άγης Αθανασιάδης Librofilo, 8/9/2018

Το πανόραμα μια εποχής μέσα από μικρές καθημερινές ιστορίες που συνθέτουν ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, είναι το υπέροχο και (κυρίως άκρως) απολαυστικό βιβλίο, «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια», του εξαίρετου συγγραφέα Αλέξη Πανσέληνου. Ένα βιβλίο που είναι κάτι παραπάνω από μια απλή τοιχογραφία καθώς αποτελεί ουσιαστικά τη μελέτη μέσω μυθοπλασίας μιας κοινωνίας που σχηματιζόταν μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο.
Αθήνα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’50 και μια χώρα που μόλις συνέρχεται από μια δεκαετία ταλαιπωρίας και ποταμών αίματος, με πόλεμο, κατοχή, εμφύλιους. Η «ανάπτυξη» έχει έρθει μέσω της αμερικανικής βοήθειας και ο κόσμος διχασμένος, με κάποιους να προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση πιο εύκολα, άλλους να κρύβονται και να προσπαθούν να μείνουν αόρατοι και την πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης να προσπαθεί να βγάλει ένα μεροκάματο με κάθε τρόπο.
Ένας δεξιός βιοτέχνης ιδιοκτήτης χαλβαδοποιίας («βιομήχανος» σύμφωνα με τα ελληνικά στάνταρντς) και ο αριστερός συγγενής του που βγήκε βουλευτής με το κόμμα του Αλ. Σβώλου, ο νεαρός ξάδελφος που προσπαθεί να αποφύγει τη μετάθεση στην Κορέα και ένας γνωστός ζωγράφος που βιώνει έναν απαγορευμένο έρωτα και βλέπει την έκθεσή του να ακυρώνεται. Ένας «επιχειρηματίας» που κανείς δεν γνωρίζει τι επιχειρήσεις έχει, αλλά που το γραφείο του είναι τόπος περίεργων και καθοριστικών πολιτικά συναντήσεων, η γραμματέας του που θέλει να ανέλθει κοινωνικά χρησιμοποιώντας κάθε μέσο και κάθε πόντο του καλλίγραμμου σώματός της, ένας μαχαιροβγάλτης που εκτελεί υπηρεσίες ξεπλένοντας τη δράση του στην ΟΠΛΑ και γύρω του διάφορες μούρες που για ένα μεροκάματο κάνουν τα πάντα. Ένας πρώην δωσίλογος της επαρχίας που έχει μεταναστεύσει στην Αφρική και προσπαθεί να επανέλθει με νέο όνομα και διαβατήριο για να αποφύγει τις όποιες συνέπειες και ένας πανίσχυρος μικρέμπορας της Καλλιθέας που ξέρει να επιβιώνει. Ένας ποιητής που δουλεύει ως λογιστής και παρατηρεί τον κόσμο, αντιφατικός και αινιγματικός, και ένας άνθρωπος με λάθος όνομα σε μια εποχή που όλοι είναι ύποπτοι.
Ιδιαίτερα πολυπρόσωπο το βιβλίο (που έχει θαυμάσιο εξώφυλλο) απεικονίζει εξαιρετικά μια εποχή τόσο διαφορετική αλλά και τόσο οικεία. Τα ελαφρά τραγουδάκια μιας εποχής που ο κόσμος αποζητάει με μανία να ξεσκάσει δίνουν τον απαραίτητο τόνο σε κάθε κεφάλαιο λειτουργώντας αντιστικτικά με τα προσωπικά δράματα που εκτυλίσσονται στις σελίδες του. Ο Α. Πανσέληνος είναι έξοχος αφηγητής (ορισμένες σελίδες του βιβλίου είναι εκπληκτικές) και μεταφέρει την ατμόσφαιρα και το κλίμα της δεκαετίας που έζησε ως παιδί, μεταφέροντας τον αναγνώστη και βάζοντάς τον κυριολεκτικά μέσα στο μυθιστόρημά του (με χαρακτηριστικές περιγραφές του κέντρου της Αθήνας αλλά και των συνοικιών που εκτυλίσσονται οι ιστορίες των πρωταγωνιστών του),  καθιστώντας τον ενεργό συμμέτοχο της δράσης του βιβλίου, ενώ η ακρίβεια στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας (οι υπηρέτριες με τις εξόδους τους, οι πάστες στα ζαχαροπλαστεία, το πείραγμα στον δρόμο, οι εκφράσεις) είναι αφοπλιστική και ξυπνάει μνήμες σε όσους γεννήθηκαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘60.
Η απουσία κεντρικού ήρωα και το κατακερματισμένο της αφήγησης σε πολλές ιστορίες μπορεί να λειτουργήσουν αποθαρρυντικά για τον αναγνώστη που προτιμά να διαβάζει μια αφήγηση με αρχή-μέση-τέλος, το φινάλε όμως (με το κεφάλαιο «Μαριονέτες) είναι θαυμάσιο και μπορεί να σε συνοδεύει η απορία τι έγιναν όλοι αυτοί οι μικροί/μεγάλοι ήρωες αλλά αυτό δεν είναι το μείζον... Η γενικότερη αίσθηση που σου αφήνει το πολύ φρέσκο αυτό βιβλίο είναι ιδιαίτερα γλυκιά και απολαυστική, ενώ οι συγκρίσεις και οι παραπομπές στη σημερινή κατάσταση είναι αναπόφευκτες για μια κοινωνία που την ταλαιπωρούν τα ίδια πάνω κάτω προβλήματα και οι ίδιες αγωνίες.

Πέρσα Κουμούτση Fractal, 9/10/2018
«Στοχασμός πάνω στην ίδια την Ιστορία»
Κώστας Λογαράς Ο Αναγνώστης, 26/11/2018
Διώνη Δημητριάδου www.vakxikon.gr, Δεκέμβριος 2018

Πώς προσεγγίζεις ένα μυθιστόρημα που δεν εστιάζει την ιστορία του σε κεντρικό πρόσωπο, που δεν έχει την αφήγησή του δομημένη γύρω από βασικές συνιστώσες της πλοκής, που δεν έχει στην ουσία μία και μόνον πλοκή; Θα μπορούσαν, λοιπόν, τα κεφάλαια του βιβλίου να αποτελούν αυτόνομες ιστορίες; Λέω πως όχι. Κάποια από τα πρόσωπα επανέρχονται ως παρουσίες, μετά την πρώτη τους εμφάνιση, ωστόσο αυτό δεν θα ήταν αρκετό σε μια παραδοσιακή γραφή μυθοπλασίας, ούτε και είναι ο λόγος που συνδέει τις «ιστορίες» του βιβλίου μεταξύ τους. Ο συνδετικός ιστός του βιβλίου είναι η εποχή, είναι η ατμόσφαιρα των αρχών της δεκαετίας του ’50 (που διατηρήθηκε με μικρές αλλαγές ως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας) στην Αθήνα, την πόλη που τότε εξελισσόταν, ενηλικιωνόταν με αμφίβολα τα αποτελέσματα της ωρίμασής της, όπως αποδείχθηκε. Για τον συγγραφέα, ωστόσο, αυτά τα χρόνια ήταν ένα κομμάτι από τη δική του παιδική ηλικία, είναι οι δικές του αποθηκευμένες εικόνες μνήμης, που με την τωρινή ματιά αναπλάθονται στη γραφή διατηρώντας την αλήθεια τους (συχνά σκληρή) και ενσωματώνοντας μέσα τους την αναπόφευκτη γνώση για την εξέλιξη που είχαν. Να διευκρινιστεί εδώ πως για μυθοπλασία πρόκειται, ακόμα κι αν γνωστά πρόσωπα ανιχνεύονται μέσα της, ακόμα κι αν κάποια από αυτά καθαρά ονομάζονται. Άλλωστε, γνωστό αυτό σε όποιον έχει δοκιμαστεί στη γραφή, ακόμα και η πιο αληθινή ιστορία ακουμπά στο λογοτεχνικό «ψεύδος», ακόμα και η πιο ευφάνταστη μυθοπλασία έχει την αφορμή της σε προσωπικά βιώματα.
Τα πιο σκληρά συλλογικά βιώματα (η εποχή γειτνιάζει με ζοφερές σελίδες της ιστορίας του τόπου που ακόμη ηχούν) συντροφεύονται (ευφυής στη δισημία του ο τίτλος) από «ελαφρά τραγούδια», έτσι όπως ακουγόντουσαν από τα ραδιόφωνα της εποχής, κι ας μην ήταν όλα ελαφρά. Μια αντίστιξη της ελαφρότητας με το βάρος των βιωμάτων. Η ανάγκη τότε του κόσμου να δει τη ζωή με πιο αισιόδοξα μάτια – κι ας μη φαινόταν το άνοιγμα του ορίζοντα σε ένα καλύτερο μέλλον. Η αρχή της ανοικοδόμησης της ζωής από τα ερείπια του πολέμου και του εμφυλίου –δύο πόλεμοι μαζί– αλλά και η αρχή της ολέθριας οικοδόμησης της Αθήνας, η αρχή του νεοπλουτισμού, το ξεκίνημα μιας ατέλειωτης ως τα σήμερα πορείας καταστροφής. Ποιος, όμως, τότε μπορούσε να τα δει όλα αυτά στην απαισιόδοξη προοπτική τους;
[...]
Ανάμεσα στα πρόσωπα που ντύνονται με τις ιστορίες του βιβλίου, υπάρχει και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής (αναιρώντας έτσι τη συνθήκη του αμιγώς παντογνώστη συγγραφέα/αφηγηματικού υποκειμένου), ο παρατηρητής αλλά και συμμετέχων ενίοτε, ο οποίος σχολιάζει από μια οπτική πιο σοφή μιας εγνωσμένης ήδη πραγματικότητας. Μια υπέροχη μείξη γνώσης και άγνοιας των ηρώων, ταυτόχρονα μια ανάμειξη των αφηγηματικών τρόπων. Περισσότερο, όμως, μια αλλαγή ύφους του πολυγραφότατου συγγραφέα· κάτι που δείχνει εμφανέστατα πως ο πειραματισμός και η εισχώρηση σε νέες μορφές δεν είναι μόνον ίδιον των νεότερων της συγγραφής αλλά ένδειξη ενάργειας του πνεύματος και τόλμης για τους δοκιμασμένους.
Μυθιστόρημα, λοιπόν, κι ας μην μοιάζει για τέτοιο. Μυθιστόρημα, γιατί όταν δεις από μια απόσταση αναγνωστική όλες τις ιστορίες μαζί, σου φέρνουν στον νου μια τοιχογραφία τεράστια. Από κοντά παρατηρείς μόνον τα επιμέρους, μορφές και σχήματα, που δεν νιώθεις αμέσως το μερίδιό τους στη συνολική εικόνα· η απόσταση είναι που σου προσφέρει και τη σχεδιαστική ιδέα του δημιουργού αλλά και το νόημά της. Όπως εδώ. Είναι το μωσαϊκό του βιβλίου. Η πρώτη ύλη από την οποία φτιάχνεται η μεγάλη αφήγηση, το μυθιστόρημα. Η παρατήρηση, η μνήμη, η γνώση. Είναι η εποχή. Είναι η μνήμη που αποθηκεύει και η γνώση που καταγράφει – όπως κι αν ο δημιουργός θελήσει να τα διατάξει όλα αυτά τα πρωτογενή υλικά για να συνθέσει το έξοχο σύνολο.

Εύα Μαθιουδάκη www.popaganda.gr, 19/12/2018
«Κρυμμένη ιχνογραφία»
Κυριακή Μπεϊόγλου Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, 9/2/2019
Μαριάννα Μπουρουτζή Κουλτουρόσουπα, 22/6/2019
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο Andro, 27/11/2019