Stendhal
Ο Stendhal (Σταντάλ, ψευδώνυµο του Μαρί-Ανρί Μπεϊγέ) γεννήθηκε στην Γκρενόµπλ το 1783. Ο πατέρας του ήταν εύπορος δικηγόρος και κτηµατίας. Σπούδασε στην Ecole Centrale της Γκρενόµπλ, όπου µελέτησε µαθηµατικά και καλές τέχνες. Το 1799 έφυγε για το Παρίσι, κυρίως για να ξεφύγει από την πατρική εξουσία. Κατατάχθηκε στον στρατό του Ναπολέοντα τον Μάιο του 1800 και έλαβε µέρος στις εκστρατείες στην Αυστρία, στη Γερµανία και στη Ρωσία. Το 1815, µετά την πτώση του Ναπολέοντα, εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, από όπου απελάθηκε ύστερα από επτά χρόνια ως ύποπτος κατασκοπείας. Επέστρεψε στο Παρίσι και διέµεινε εκεί ως το 1831, οπότε επανήλθε στην Ιταλία ως πρόξενος στην Τσιβιταβέκια, κοντά στη Ρώµη. Πέθανε από αποπληξία στις 23 Μαρτίου του 1842, σε έναν δρόµο του Παρισιού, όπου είχε επανέλθει µε αναρρωτική άδεια. Είχε ήδη συνθέσει το επιτύµβιο επίγραµµά του: «Έζησα, έγραψα, ερωτεύτηκα». Η ζωή του ήταν γεµάτη περιπλανήσεις και ερωτικά πάθη. Στα νεανικά του χρόνια αποπειράθηκε να γράψει θέατρο. Μεταξύ άλλων, έγραψε µυθιστορήµατα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Τα περιφηµότερα από τα µυθιστορήµατα αυτά, Το Κόκκινο και το Μαύρο και Το µοναστήρι της Πάρµας, αναφέρονται σε νέους µε ροµαντικούς πόθους, δυνατά αισθήµατα και φιλόδοξα όνειρα. Θεωρείται ένας από τους προδρόµους του ρεαλισµού, ενώ τα έργα του στην εποχή του τα χαρακτήριζαν ως πολύ περίπλοκα και ξεχωριστά γι’ αυτό και ο ίδιος τα αφιέρωνε στους εκλεκτούς που τα καταλάβαιναν (To the happy few).