×

Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι αγορών σας.

{{item.custom_attributes.author}}
Ποσότητα: {{item.quantity}}
{{item.total_price}} {{item.total_discounted_price}}
×
Υποσύνολο:
{{order.discounted_cost}}
Έκπτωση Προσφοράς:
{{order.promo_discount}}
Έκπτωση Κουπονιού:
{{order.extra_discount}}
Κόστος Αποστολής:
{{order.shipping_cost}}
Επιβάρυνση Πληρωμής:
{{order.payment_cost}}
ΣΥΝΟΛΟ:
{{order.final_cost}}
{{ product.title }}
{{ product.custom_attributes.author }}
{{ product.price }} {{ product.discounted_price }}
×
×
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΜΟΥ ΟΙ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΜΟΥ ΤΑ EBOOKS ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΜΟΥ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ
ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΗΝ DEEPTI KAPOOR
24/05/2023
ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΗΝ DEEPTI KAPOOR
Με αφορμή το σαρωτικό πρώτο μέρος της τριλογίας της «Η εποχή του κακού», η Ινδή συγγραφέας απαντά στις ερωτήσεις μας και μας βάζει στο συναρπαστικό σύμπαν του βιβλίου συστήνοντας τους βασικούς χαρακτήρες.

Στην Εποχή του κακού παρουσιάζετε τη ζωή στο Νέο Δελχί πολύ γλαφυρά. Πλέον ζείτε στη Λισαβόνα, ωστόσο μεγαλώσατε στο Δελχί. Πώς σας επηρέασε αυτός ο τόπος και τι θέλατε να αποτυπώσετε απ’ αυτόν στο μυθιστόρημά σας;
Η αλήθεια είναι ότι μεγαλώνοντας έζησα σε πολλές μικρές και μεγάλες πόλεις στην πολιτεία του Ούταρ Πραντές, στη Βομβάη, στο Μπαχρέιν για λίγο (η διαμονή μου εκεί διακόπηκε από τον Πόλεμο του Κόλπου), προτού πάω σχολείο στους πρόποδες των Ιμαλαΐων. Η γιαγιά μου ήταν μια πολύ αυστηρή κρατική γιατρός, και συγκεκριμένα γυναικολόγος, σε μια μικρή πόλη γκάνγκστερ του Ούταρ Πραντές (αυτή ξεγέννησε τη μητέρα μου) και ο πατέρας μου κυβερνητικός υπάλληλος στην Κρατική Τράπεζα της Ινδίας, ο οποίος μετακινούνταν συχνά από υποκατάστημα σε υποκατάστημα. Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα «νομαδικά», με σταθερό σημείο αναφοράς τα καλοκαίρια με τη γιαγιά από την πλευρά της μητέρας μου, αφεντικό της μαφίας με το σπαθί της.

Στο Δελχί βρέθηκα το 1998, για να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο, τότε όμως η κατάσταση στην πόλη ήταν έκρυθμη. Επί χρόνια όποιος μπορούσε να φύγει έφευγε, με προορισμό κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως στο γύρισμα του 21ου αιώνα το Δελχί έδινε την εντύπωση ότι ήταν το πιο συναρπαστικό μέρος στον κόσμο. Η απελευθέρωση της οικονομίας στη δεκαετία του ’90 έφερε καρπούς, υπήρχε μια φρέσκια καλλιτεχνική σκηνή, αλλά τότε έμπαινε στον χορό ο θρασύς καπιταλισμός, που μεταμόρφωσε τα πάντα με ιλιγγιώδη ταχύτητα, φέρνοντας χρήμα, ελευθερία, ευκαιρίες, νέες ιδέες. Φυσικά, τα περισσότερα είχαν οικοδομηθεί πάνω στην εκμετάλλευση και την καταπίεση των πολλών, όμως άντε να το πεις αυτό σε ένα τσούρμο κοριτσιών που έπιναν σφηνάκια βότκας και χόρευαν πάνω στα τραπέζια στις 2 το πρωί για πρώτη φορά στη ζωή τους.

Υπήρχε βέβαια και η ίδια η πόλη, οι ήχοι της, το κλίμα, το βαρύ μαύρο πέπλο της. Ακόμα και τώρα που ζω στη Λισαβόνα αισθάνομαι το χάδι του ήλιου, ακούω το τραγούδι των πουλιών, τις κόρνες των τρένων, τα αυτοκίνητα, τον βόμβο των κλιματιστικών και των ανεμιστήρων οροφής, τις φωνές των εμπόρων. Το Δελχί είναι κορφή και βράχος, ζούγκλα και λουλούδι, το ποτάμι είναι λαξευμένο σε πλημμυρική πεδιάδα. Δεν είναι το Παρίσι ή η Βιέννη. Δεν είναι γη δαμασμένη ή σταθερή, αλλά γεμάτη ένστικτα, γενναιόδωρη, ύπουλη, που το καλοκαίρι βράζει και τον χειμώνα παγώνει, παραμορφωμένη και δοξασμένη από ανθρώπινα χέρια, εκπληκτικά όμορφη όταν ξέρεις πού να κοιτάξεις – όχι στα μνημεία, στα ιερά, στους ναούς, στα ντάργκα, στα μαυσωλεία, αλλά στις αγορές, στα τεϊοπωλεία, στους πάγκους με τα κεμπάπ, στους αναρίθμητους μικρούς και μεγάλους δρόμους.
Αργότερα, μαθαίνεις πόσο άτεγκτη είναι, πόσο κατάφωρα άδικη, βίαιη και καταπιεστική, σημαδεμένη από τα όρια και την ιεραρχία, ενώ ξεχειλίζει από διαφθορά και προσβλητικά επίπεδα πλούτου· ένας τόπος που καυτηριάζει την ψυχή σου, μια άκρως θρησκευόμενη πόλη, βαθιά ανήθικη, όπου είσαι διαρκώς σε εγρήγορση γιατί όλοι εκεί είναι έτοιμοι να σου τη φέρουν, ώσπου μένεις άφωνος από την πηγαία καλοσύνη κάποιου ξένου. Στην αρχή όμως, και όταν είσαι νέος, είναι απλώς ζωντανή.

Αυτή τη ζωή ήθελα να αποτυπώσω, καθώς και το πώς μπορεί να σε οδηγήσει στον θάνατο. Τις ισορροπίες στους δρόμους, την ευχαρίστηση που αναμειγνύεται με την αναπόδραστη πραγματικότητα του πόνου. Το μυθιστόρημα είναι ένας χάρτης όλων αυτών, αυτής της περιόδου, αυτού του κόσμου. Είναι και μια απόπειρα να μετρήσω τη ζωή αυτή στην πόλη, να αναγνωρίσω το θεμέλιο της ανισότητας πάνω στο οποίο στηρίζεται, αλλά και πέρα απ’ αυτή, στο Ούταρ Πραντές, που ταΐζουν τον πλούτο. Πάνω απ’ όλα όμως ήθελα να αποτυπώσω τον τεράστιο συμβιβασμό που αναγκάζεται να κάνει ένας άνθρωπος εκεί. Ο πλούσιος που επιλέγει να κάνει συμβιβασμούς σε ό,τι αφορά τις ηθικές του αξίες, ο φτωχός που αναγκάζεται να κάνει συμβιβασμούς σε ό,τι αφορά την αξιοπρέπειά του, ώσπου να γίνει, ίσως, κι αυτός πλούσιος και ισχυρός.

Για αρκετά χρόνια εργαστήκατε ως δημοσιογράφος στο Δελχί. Πώς επηρέασε αυτή η εμπειρία τη διαδικασία συγγραφής της Εποχής του κακού;
Η δημοσιογραφία μού δίδαξε ότι υπάρχουν κάποιοι καλοί άνθρωποι εκεί έξω, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να πουν την αλήθεια και να κάνουν τη διαφορά. Ήθελα να είμαι ένας από αυτούς, τουλάχιστον στην αρχή, όμως οι διαφημιστές στο περιοδικό όπου εργαζόμουν είπαν στους εκδότες ότι υπήρχε μια σπουδαία νέα αγορά, που ονομαζόταν «lifestyle», και η οποία έπρεπε να αξιοποιηθεί. Οι μεγαλύτεροι (αξιαγάπητοι και ταλαντούχοι) δημοσιογράφοι δεν είχαν την παραμικρή ιδέα περί αυτού και έτσι το ανέθεσαν σ’ εμένα. Το απεχθανόμουν, όμως αντί να παλέψω για μια καλύτερη δουλειά, ενέδωσα και συμφώνησα να κυκλοφορώ στην πόλη, να καπνίζω τσιγάρα, να ακούω τον κόσμο να μιλάει. Τις ιστορίες μου τις έφτιαχνα στον δρόμο, μερικές φορές και κυριολεκτικά.
Στο ενδιάμεσο άραζα με τον έμπορο τσιγάρων, που μου έλεγε όσα εξωφρενικά του είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Ή πήγαινα σε ρέιβ πάρτι όπου έπαιζε μουσική κάποιος φίλος ντιτζέι. Ή τρύπωνα σε κάποιο πολύ κλειστό δωμάτιο VIP. Εκείνες τις στιγμές βίωνα αυτή τη συναρπαστική μείξη του υψηλού και του χαμηλού, του φραγκάτου και του μποέμ που δημιουργούσε την κουλτούρα της νιότης. Δεν κράτησε πάρα πολύ αυτό, το χρήμα επικράτησε, όμως βρέθηκα στο πικ, και, σε μια πόλη αλληλοσυνδέσεων, ήμουν πολύ περήφανη για την ικανότητά μου να ενώνω τον κόσμο με αυτό που έχει ανάγκη, να τους φέρνω τον καπνό τους, να τους βάζω σ’ εκείνο το VIP δωμάτιο, να τους συστήνω στον άνθρωπο που θα μπορούσε να τους βοηθήσει με κάποια συμφωνία. Ένιωθα πιο πολύ ως διαμεσολαβήτρια, ως μεσάζων.
Έτσι λοιπόν βρέθηκα να είμαι η φιλότεχνη εγκληματίας που στα κρυφά έπρεπε να διαχειριστεί τη μεγάλη της θλίψη (ο πατέρας μου είχε πεθάνει πρόσφατα και αμέσως μετά έχασα τον φίλο μου)· να αξιοποιώ το ταλέντο που είχα από παιδί να γίνομαι αόρατη, αλλά και τη φαινομενική ηρεμία και ευκολία να ακούω, να στήνω στα γρήγορα τη δημοσιογραφική μου καριέρα με τέτοιο τρόπο ώστε να προσφέρεται για έναν επινοημένο κόσμο.
Τους χώρους αυτούς, πίσω από κλειστές πόρτες, αργά τη νύχτα και νωρίς το πρωί, μαζί με μεγάλα ψάρια της πόλης, τους συνδύαζα, αν και σε κατάφωρα ασύμμετρη κλίμακα, με μια άλλη ομάδα ανθρώπων που δεν μιλούσαν, που επίσης άκουγαν. Μιλάμε για τους ανθρώπους του σπιτιού, τους μπάτλερ, τους υπηρέτες. Έναν από αυτούς τους υπηρέτες τον γνώρισα πολύ καλά. Ταυτόχρονα όμως δεν τον ήξερα καθόλου. Δεν υπήρχε περίπτωση να μου μιλήσει ποτέ για τη ζωή του. Εγώ όμως τον παρακολουθούσα και αργότερα, όταν απελευθερώθηκα από τα δίχτυα του Δελχί, ταίριαξα την ταυτότητα που είχα στο μυαλό μου με τη ζωή ενός μικρού αγοριού που μου είπε όντως όσα έπρεπε να ξέρω, και οι δυο τους πήραν το όνομα Ατζέι.

Στο μυθιστόρημα πρωταγωνιστούν ο Σάνι, που προέρχεται από ένα περιβάλλον ακραίου πλούτου, ο Ατζέι, που έχει ζήσει στο πετσί του την ακραία φτώχεια, και η Νέντα, η δημοσιογράφος, που βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο. Μιλήστε μας για τη σχέση της Νέντα με τα δύο άκρα.
Κατ’ αρχάς, το πρώτο πράγμα που οφείλω να πω είναι ότι η Νέντα σίγουρα δεν βρίσκεται στο ενδιάμεσο. Είναι πολύ κοντά στον κόσμο του Σάνι. Εάν ο Σάνι ήταν η Γη, τότε η Νέντα θα ήταν η Σελήνη και ο Ατζέι ο Ήλιος. Οι αποστάσεις είναι τόσο μικρές και τόσο μεγάλες. Επιπλέον, ο Σάνι διαθέτει ακραίο νέο πλούτο και η Νέντα προέρχεται από την παλιά εξουσία που φθίνει, καθώς την έχει επισκιάσει η νέα εισροή χρημάτων.
Η Νέντα όμως πιστεύει ότι μπορεί να λειτουργήσει ως ενδιάμεσος, τόσο για τους χαρακτήρες όσο και για τους αναγνώστες. Σε αντίθεση με τον Σάνι, που προέρχεται από μια οικογενειακή επιχείρηση γκάνγκστερ, παιδιά της γης χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον «πολιτισμό», η Νέντα προέρχεται από μια οικογένεια της ελίτ που ωφελήθηκε από τη βρετανική αποικιοκρατία, όσο κι αν πολέμησαν εναντίον της. Η οικογένειά της είναι εξαιρετικά πολιτισμένη και κάπως μποέμ (και αυτό είναι το σημείο που με διαφοροποιεί από τη Νέντα: η δική μου οικογένεια –γιατροί, λογιστές, γραφειοκράτες– εκτιμούσε πάνω απ’ όλα τον κομφορμισμό και την οικονομική ασφάλεια). Με αυτό το υπόβαθρο, κατανοεί τα συναισθήματα των ανθρώπων και σε αντίθεση με τον Σάνι τής επιτρέπεται να έχει μεγαλύτερη περιέργεια για την ανθρώπινη ζωή. Το υπόβαθρό της, πιο ελιτίστικο και ισχυρό σε οποιαδήποτε μονάδα μέτρησης πέραν των οικονομικών, λειτουργεί ως αλεξίσφαιρο γιλέκο σε αυτή την πόλη. Και επίσης είναι πολύ δυτικό. Στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη θα ήταν ένα τυπικό κορίτσι της μεσαίας τάξης. Αυτό πιστεύει για τον εαυτό της επειδή έχει δυτικοποιηθεί, παρ’ όλα αυτά για την Ινδία παραμένει πολύ, μα πολύ κοντά στην κορυφή.
Όπως πολλοί φιλελεύθεροι Ινδοί, μεταξύ αυτών κι εγώ, κατασκευάζει μια φαντασίωση στην οποία είναι ένας καλός άνθρωπος, που δεν κάνει κακό. Αλλά πώς μπορεί να είναι κάτι τέτοιο όταν επωφελείται από αυτόν τον απελπιστικά άνισο κόσμο; Αυτή η δυναμική και η συνειδητοποίηση του καταληκτικού της σημείου είναι μέρος του ταξιδιού της.

Οι τρεις βασικοί χαρακτήρες μπορεί να αισθάνονται παγιδευμένοι και κανένας τους να μην είναι ικανός να αποδράσει ή να ξεπεράσει τη συνθήκη που τον περιβάλλει, όσο κι αν προσπαθεί. Τι μας λέει αυτό για τον κόσμο του μυθιστορήματος;
Η ατομική αλλαγή είναι σχεδόν αδύνατον να επιτευχθεί. Και όχι μόνο στον κόσμο του μυθιστορήματος. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο χαρακτήρας δεν αλλάζει. Ολόκληρη η ύπαρξή μας διέπεται από τις ατελείωτες αλληλεπιδράσεις σταθερών χαρακτήρων σε μεταβαλλόμενες συνθήκες. Η αναζήτηση χαρακτήρων που αναπτύσσονται ή μαθαίνουν από τις εμπειρίες στη ζωή ή στη μυθοπλασία είναι μάλλον μάταιη. Το πλεονέκτημα του συγκεκριμένου τρόπου σκέψης είναι ότι είναι ρεαλιστικός και το αρνητικό είναι ότι είναι απαισιόδοξος, στα όρια του μηδενισμού. Η ασφαλιστική δικλίδα κατά του μηδενισμού είναι η πίστη στην πολιτική αλλαγή. Η πολιτική αλλαγή μέσω της ομαδικής δράσης μπορεί να μεταβάλει τις συνθήκες που βοηθούν στην ανάπτυξη του χαρακτήρα. Όμως ακόμα κι έτσι, θεωρώ ότι το Εκείνο και το Εγώ θα βρουν διέξοδο.
Σε κάθε περίπτωση, σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες στο μυθιστόρημα είναι άτομα απομονωμένα, παγιδευμένα σε ένα σύστημα που πιστεύουν ότι δεν είναι δικό τους κατασκεύασμα, από το οποίο όμως δεν μπορούν να ξεφύγουν. Είναι, όπως κι εγώ, θύματα μιας ατομικής εποχής.
Αυτό προς το οποίο κινούμαστε, τουλάχιστον ο ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες, είναι η συνειδητοποίηση και ο εφοδιασμός με μια ταυτότητα μεγαλύτερη από το άτομο, η ερώτηση τι γίνεται όταν μια απομονωμένη ψυχή ενσωματώνεται επιτέλους σε μια κοινότητα ή σε μια κοινωνία και αρχίζει να χτίζει έτσι μια ταυτότητα, και πού πάει. Αλλά αυτά θα μας απασχολήσουν στο δεύτερο βιβλίο.

Σχετικά βιβλία

Διαθέσιμο
EBOOK
10%
ΒΙΒΛΙΟ
19,90€
17,91€
Η εποχή του κακού
Deepti Kapoor
Αγορίτσα Μπακοδήμου
Νέο Δελχί, 2004. Ένα φρικτό τροχαίο δυστύχημα: μια Mercedes θερίζει πέντε πεζούς – ανάμεσά τους μια έγκυος. Στο τιμόνι, ένας άντρας είκοσι δύο χρονών, παιδί για τα θελήματα στην ουσία, στουπί στο μεθύσι – άψογα ντυμένος, γραμμωμένος, με τέλεια κ...