×

Δεν υπάρχουν προϊόντα στο καλάθι αγορών σας.

{{item.custom_attributes.author}}
Ποσότητα: {{item.quantity}}
{{item.total_price}} {{item.total_discounted_price}}
×
Υποσύνολο:
{{order.discounted_cost}}
Έκπτωση Προσφοράς:
{{order.promo_discount}}
Έκπτωση Κουπονιού:
{{order.extra_discount}}
Κόστος Αποστολής:
{{order.shipping_cost}}
Επιβάρυνση Πληρωμής:
{{order.payment_cost}}
ΣΥΝΟΛΟ:
{{order.final_cost}}
{{ product.title }}
{{ product.custom_attributes.author }}
{{ product.price }} {{ product.discounted_price }}
×
×
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΜΟΥ ΟΙ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΜΟΥ ΤΑ EBOOKS ΜΟΥ ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΜΟΥ ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗ
Εφιαλτικές νύχτες: Νοέμβριος 1942
24/10/2023
Εφιαλτικές νύχτες: Νοέμβριος 1942
Ένα σπουδαίο ιστορικό βιβλίο που διαβάζεται σαν συναρπαστικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Ας γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τον συγγραφέα και ιστορικό Peter Englund.

Ο πολυβραβευμένος και πολυμεταφρασμένος Σουηδός συγγραφέας και ιστορικός Peter Englund παίρνει συνέντευξη από τον εαυτό του και μας αποκαλύπτει λεπτομέρειες για τον ίδιο και το έργο του.

Πού και πότε γεννηθήκατε;

Γεννήθηκα στο Μπόντεν, στην κομητεία Νορμπότεν της Σουηδίας, στις 4 Απριλίου 1957.

Με τι ασχολούνταν οι γονείς σας και ποιο είναι το υπόβαθρό τους;
Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας μου εργαζόταν στη ζυθοποιία της περιοχής και η μητέρα μου ήταν νοικοκυρά. Η οικογένειά μου και από τις δύο πλευρές ανήκει στην εργατική τάξη. Ο πατέρας της μητέρας μου ήταν, μεταξύ άλλων, οικοδόμος και ο πατέρας του πατέρα μου υλοτόμος. Αργότερα, ο πατέρας μου παρακολούθησε βραδινά μαθήματα και έγινε μηχανικός και στη συνέχεια τον προσέλαβαν στη Σουηδική Υπηρεσία Οχυρώσεων. Η μητέρα μου άρχισε σταδιακά να δουλεύει και μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν εκείνη που απαντούσε στις κλήσεις στο τηλεφωνικό κέντρο της πυροσβεστικής του Μπόντεν.

Μιλήστε μας για την ιστορία της οικογένειάς σας.
Και οι δύο γονείς μου κατάγονται από ένα μικρό χωριό περίπου τριάντα χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Μπόντεν, που ονομάζεται Νιέμισελ. Η οικογένειά μου και από τις δύο πλευρές προέρχεται από την κοιλάδα του ποταμού Ρούνεο, όπου έχω περάσει πολλά καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας. Οι πρόγονοί μου ζουν εκεί ήδη από τον 17ο αιώνα. Ένας από τους προγόνους μου από την πλευρά της μητέρας μου υπηρέτησε στο Σύνταγμα του Βεστερμπότεν κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο και το 1655 μπήκε στη Βαρσοβία υπό τη διοίκηση του Κάρολου Ι΄ της Σουηδίας. Ένας άλλος συμμετείχε στην εισβολή του Κάρολου ΙΒ΄ στη Ρωσία, ο οποίος κατέληξε στην τότε οθωμανική επικράτεια, κοντά στον σουλτάνο.

Νωρίτερα αναφέρατε τον Σουηδικό Οργανισμό Οχυρώσεων. Το Μπόντεν είναι στρατιωτική πόλη. Πιστεύετε ότι αυτό σας έχει επηρεάσει με κάποιον τρόπο;
Είναι πολύ πιθανό, αλλά δεν είμαι απολύτως σίγουρος πώς. Μια από τις πρώτες μου αναμνήσεις είναι να βρίσκομαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι της μητέρας μου και έξω από το παράθυρο να περνάει μια φαινομενικά ατελείωτη ουρά στρατιωτικών οχημάτων, με τους προβολείς τους να σαρώνουν τους τοίχους του σκοτεινού δωματίου. Μια άλλη φορά είχα πάει μαζί με τον πατέρα μου εκδρομή για ψάρεμα στους καταρράκτες –πριν χτιστεί το φράγμα απέναντι από το ποτάμι–, αλλά βαρέθηκα και άρχισα να περιφέρομαι σε μια σειρά από χαρακώματα, ώσπου ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σε μια ομάδα στρατιωτών, με πλήρη εξάρτυση, οι οποίοι φορούσαν αυτό που αργότερα κατάλαβα ότι ήταν αντιασφυξιογόνες μάσκες. Αμέσως έκανα μεταβολή και έφυγα τρέχοντας, αλλά κόπηκα στο σκουριασμένο συρματόπλεγμα, το οποίο ήταν απλωμένο τριγύρω.

Θα μπορούσε η οικογένειά σας να θεωρηθεί στρατιωτική;
Μετά βίας. Παρότι –ή ίσως επειδή– ο πατέρας μου εργαζόταν ως πολιτικό προσωπικό στην άμυνα, συχνά έκανε πικρόχολα σχόλια. Επίσης, στα καλά καθούμενα –και αυτό συνέβαινε συχνά– ακούγονταν πυροβολισμοί από τον λόφο στο Μπόντεν, στην κορυφή του οποίου υπήρχαν οχυρώσεις, και ο μπαμπάς μού έλεγε πάντα, σαν να μην τρέχει τίποτα: «Ωραία, μόλις πήγαν και πυροβόλησαν έναν άνεργο». (Πρέπει όμως να προσθέσω ότι ένας αδελφός μου, ο Ματς, υπηρέτησε ως αξιωματικός στο τοπικό Σύνταγμα Πυροβολικού. Μάλιστα, για ένα διάστημα εργάστηκε εκεί και ο άλλος αδερφός μου, ο Άντερς.)

Τι αντικείμενο σπουδών επιλέξατε στο σχολείο;
Διάφορα, είναι η αλήθεια. Νοσηλευτική για δύο χρόνια, αλλά, παρότι πέρασα στις εξετάσεις, δεν το εξάσκησα ποτέ ως επάγγελμα. Αντ’ αυτού ξεκίνησα από το μηδέν και σπούδασα αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ανθρωπιστικές επιστήμες στη Σχολή Τάλμπο, στο Μπόντεν.

Σας ενδιέφερε ανέκαθεν η ιστορία;
Ήμουν αυτό που οι νέοι έχουν την τάση και πρέπει να είναι: περίεργος για τα πάντα, επομένως δεν πήγα προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Όταν όμως άρχισα να φοιτώ στο Τάλμπο, ξεχώρισα την ιστορία μεταξύ των άλλων μαθημάτων και το ενδιαφέρον μου προήλθε από τα διάφορα αντικείμενα που διδάχτηκα εκεί. Έτσι, προχώρησα πέρα από τα βασικά γεγονότα όπως αναφέρονται στα συνήθη βιβλία, ενώ είχα και έναν καλό καθηγητή Ιστορίας, τον Ίβαρ Όκερλουντ. Όταν αργότερα διαπίστωσα ότι λίγο πολύ σε κάθε εξέταση ιστορίας οι περισσότερες απαντήσεις μου ήταν σωστές, τότε άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου μια αόριστη ιδέα πως η ιστορία είναι κάτι διασκεδαστικό.

Μια «αόριστη ιδέα»;
Η οικογένειά μου είναι μία από αυτές που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος «μη ακαδημαϊκές»· μια οικογένεια στην οποία κανένας δεν φοίτησε στο πανεπιστήμιο και οι σπουδές δεν θεωρούνταν καθόλου δεδομένες. Υπήρχαν, επομένως, λίγες πραγματικές εναλλακτικές. Υπέθετα ότι κάποιος μπορούσε να γίνει δάσκαλος, αλλά δεν είχα ιδέα ότι μπορείς να κάνεις μεταπτυχιακές σπουδές και να γίνεις διδάκτορας. Είναι μάλλον της μόδας στις μέρες μας να γκρινιάζει κανείς για το πόσο δύσκολο είναι να προέρχεσαι από ένα τέτοιο περιβάλλον και έπειτα να πηγαίνεις στο πανεπιστήμιο, και σίγουρα υπάρχουν μειονεκτήματα. Στην περίπτωσή μου όμως αυτό σήμαινε και μια απελευθερωτική έλλειψη αυξημένων προσδοκιών και καλοπροαίρετων απαγορεύσεων. Στη φοιτητική εστία, στο απέναντι δωμάτιο, ζούσε μια κοπέλα που η ιστορία την ενδιέφερε περισσότερο απ’ ό,τι εμένα, αλλά ο πατέρας της της είχε απαγορεύσει να επιστρέψει στο σπίτι με ένα «άχρηστο πτυχίο», γι’ αυτό σπούδαζε δικηγόρος. Εμένα κανένας δεν με σταμάτησε όταν άρχισα σταδιακά να σπουδάζω για να πάρω ένα τέτοιο «άχρηστο πτυχίο» – πόσο μάλλον σε ένα αντικείμενο όπως η ιστορία, η αρχαιολογία και η θεωρητική φιλοσοφία.

«Σταδιακά» είπατε;
Θα έμενα στο Μπόντεν για διάφορους λόγους. Υπήρχαν πολλά που θα μπορούσαν να με κρατήσουν εκεί. Υπηρέτησα τη δεκαπεντάμηνη στρατιωτική μου θητεία και μου δόθηκε η ευκαιρία να γίνω τακτικός αξιωματικός. Δεν έμπαινα στον πειρασμό να φύγω μακριά· εκεί ζούσαν όλοι μου οι φίλοι, κανένας δεν σκεφτόταν να κάνει κάτι διαφορετικό και, επιπλέον, ήμουν βαθιά αφοσιωμένος στα πολιτικά.

Δηλαδή; Τι εννοείτε με αυτό το τελευταίο;
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ήμουν άβγαλτος και, όπως πολλοί άλλοι που είχαν γεννηθεί στη δεκαετία του 1950, παρασύρθηκα από το κύμα του αριστερού ριζοσπαστισμού. Ήμουν ενεργό μέλος τόσο του μαζικού κινήματος ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ όσο και της SSU, της Σουηδικής Σοσιαλδημοκρατικής Νεολαίας. Έπειτα από κάποιες διαφωνίες με τους πανταχού παρόντες μαοϊστές, μου ανακοινώθηκε ότι δεν ήμουν πλέον ευπρόσδεκτος στο αντιπολεμικό κίνημα. (Αυτό που αντίκρισα εκεί μου προκάλεσε ένα αίσθημα αηδίας για τις πολιτικές ακρότητες κάθε είδους. Υπήρχαν πολλοί σκληροπυρηνικοί σταλινικοί στο Νορμπότεν την εποχή εκείνη, πραγματικά πιστοί οπαδοί, και ήταν στ’ αλήθεια τρομακτικοί.) Η SSU με πέταξε έξω αρκετά αργότερα. Είχα προσχωρήσει σε μια αριστερή σοσιαλδημοκρατική παράταξη με τροτσκιστικές τάσεις, υπήρχαν όμως πολλές εσωτερικές διαμάχες και εντέλει αποχώρησα οριστικά. Από τότε δεν έχω ξαναγίνει μέλος κάποιας πολιτικής παράταξης.

Άρα μετά το σχολείο αρχίσατε να σπουδάζετε στο πανεπιστήμιο;
Όχι. Όπως είπα, πρώτα υπηρέτησα τη στρατιωτική μου θητεία ως διμοιρίτης. Δεκαπέντε μήνες στο Πυροβολικό, τρεις εκ των οποίων στη Σχολή Δοκίμων Πυροβολικού στο Γιονσόπινγκ. Πριν από δυο χρόνια έτυχε να περάσω με το αυτοκίνητο αποκεί. Οι στρατώνες όπου είχα υπηρετήσει και κάποτε είχα γράψει: «Η ζωή είναι τόσο σκληρή, που μια μέρα θα λαχταρούμε να επιστρέψουμε εδώ» είχαν δώσει τη θέση τους σε ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο, αν είναι δυνατόν… Κι εκεί που ήταν οι σκοπιές βρισκόταν πλέον ένα McDonald’s, ενώ η δεντρόφυτη κοιλάδα, μέσα από την οποία περνούσες για να πας στην τραπεζαρία και ήταν γεμάτη μαύρους γυμνοσάλιαγκες, είχε ισοπεδωθεί, με έναν φαρδύ αυτοκινητόδρομο να περνάει αποκεί, γκρίζο και γεμάτο αυτοκίνητα που μούγκριζαν.

Με άλλα λόγια, εννοείτε ότι όλα ήταν χάσιμο χρόνου;
Σε καμία περίπτωση. Πρώτα απ’ όλα, αυτό συνέβη σε μια από τις χειρότερες περιόδους του Ψυχρού Πολέμου, όταν ο κίνδυνος μιας ένοπλης σύγκρουσης ήταν ορατός, κι εγώ ήμουν πεπεισμένος να «κάνω το καθήκον μου» αν οι Σοβιετικές Μηχανοποιημένες Μεραρχίες άρχιζαν ξαφνικά να ξεχύνονται από τα σύνορά μας. Δεύτερον, εκείνο το καλοκαίρι στη Σχολή Δοκίμων δεν ήταν και πολύ άσχημο. Όταν φέρνω στο μυαλό μου εκείνες τις μέρες, με βλέπω μονίμως με ένα βιβλίο στα χέρια. Οι μήνες στο Γιονσόπινγκ ήταν το δεύτερο καλοκαίρι μου στον στρατό, ενώ η αποστράτευση ήταν λίγους μήνες μακριά. Εκείνη τη χρονιά είχα καταφέρει να συνηθίσω τα χακί που έπρεπε να φοράω, αλλά όταν ήρθε η ώρα να συμπληρώσω τη στρατιωτική μου θητεία στη Σχολή Δοκίμων, μου κόπηκαν τα φτερά. Μέχρι και σήμερα δεν έχω ιδέα τι πραγματικά μου συνέβη. Ξαφνικά έχασα κάθε ενδιαφέρον και κατ’ επέκταση τον ενθουσιασμό μου για τα στρατιωτικά, και βούλιαξα στην απάθεια. Τότε λοιπόν άρχισα να διαβάζω για να σκοτώνω τον χρόνο μου. Κατά τη διάρκεια των μαθημάτων διοικητικής μέριμνας, οχυρώσεων κ.λπ. καθόμουν στο πίσω μέρος της πνιγηρής αίθουσας διαλέξεων που βρισκόταν στη σοφίτα, με ένα βιβλίο κρυμμένο πίσω από την αδιάβροχη στρατιωτική μου τσάντα. Έχω δει μια φωτογραφία από εκείνο το καλοκαίρι, στην οποία έχω ξαπλώσει δίπλα σε έναν όλμο, βυθισμένος σε κάτι που φαίνεται να είναι το Gerpla του Halldór Laxness. Στη βιβλιοθήκη μου έχω άλλο ένα αντίτυπο του συγκεκριμένου βιβλίου, που έχει πολλούς λεκέδες από το γράσο των όπλων. Από τότε υπήρξαν πολλά χρονικά διαστήματα που διάβαζα εξίσου εντατικά, τουλάχιστον από τεχνικής άποψης, αλλά ποτέ δεν διάβαζα με την ίδια απλή χαρά.
Έχω μια πολύ ζωντανή ανάμνηση: Μια ζεστή βραδιά διέσχιζα την κοιλάδα περνώντας ανάμεσα από τους μεγάλους μαύρους γυμνοσάλιαγκες στο μονοπάτι: ο ήλιος βρισκόταν χαμηλά στον ουρανό, οι σκιές απλώνονται μακριές πάνω από το στρωμένο χαλίκι της πλατείας, και από τα ανοιχτά παράθυρα ακουγόταν το «Knock on wood». Το βιβλίο που κρατούσα, αν δεν κάνω λάθος, ήταν το Carolingian Diaries (Ημερολόγια Καρολιδών), μια έκδοση σκληρόδετη, μικρών διαστάσεων. Είχα μπει στον πειρασμό να το δανειστώ καθώς πρόσφατα είχα πέσει πάνω στη βιογραφία του Κάρολου ΙΒ΄, γραμμένη από την πένα του Frans G. Bengtsson, αλλά τώρα, εκ των υστέρων, πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν διάβασα ποτέ ολόκληρη τη σειρά. Παρ’ όλα αυτά εκεί φυτεύτηκε ο σπόρος για το Poltava, το πρώτο μου βιβλίο.

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης ΕΔΩ.

Σχετικά βιβλία

Διαθέσιμο
EBOOK
10%
ΒΙΒΛΙΟ
22,00€
19,80€
Εφιαλτικές νύχτες: Νοέμβριος 1942
Peter Englund
Γρηγόρης Κονδύλης
Στις αρχές του Νοέμβρη του 1942 φαινόταν ότι οι δυνάμεις του Άξονα μπορούσαν ακόμα να κερδίσουν· στο τέλος του μήνα, όλοι συνειδητοποιούσαν ότι το να χάσουν ήταν ζήτημα χρόνου. Μεσολάβησαν το Ελ Αλαμέιν, το Γκουανταλκανάλ, η απόβαση στη Γαλλοκρα...
Εφιαλτικές νύχτες: Νοέμβριος 1942 (ebook/ePub)
Peter Englund
Γρηγόρης Κονδύλης
Στις αρχές του Νοέμβρη του 1942 φαινόταν ότι οι δυνάμεις του Άξονα μπορούσαν ακόμα να κερδίσουν· στο τέλος του μήνα, όλοι συνειδητοποιούσαν ότι το να χάσουν ήταν ζήτημα χρόνου. Μεσολάβησαν το Ελ Αλαμέιν, το Γκουανταλκανάλ, η απόβαση στη Γαλλοκρα...